- καταβαράθρωση
- ηη πράξη και το αποτέλεσμα του καταβαραθρώνω, η καταστροφή, το χαντάκωμα: Υπέστη μεγάλη καταβαράθρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταβαράθρωση — η ολοσχερής καταστροφή, χαντάκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβαραθρώ. Η λ., στον λόγιο τ. καταβαράθρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek